- ενειλισσω
- ἐνειλίσσωἐν-ειλίσσωион. = ἐνελίσσω См. ενελισσω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενελίσσω — (Α ἐνελίσσω και ιων. ἐνειλίσσω και αττ. ἀνελίττω) περιτυλίγω, καλύπτω («καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἀνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλας και ἀρνακίδας», Πλάτ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η ενειλιγμένη ο γεωμετρικός τόπος τών κέντρων καμπυλότητας… … Dictionary of Greek